Κεφάλαιο 146 Ποιος
Ο Ντέρεκ εθεάθη να πίνει σε ένα ιδιωτικό δωμάτιο μιας παμπ. Έδειχνε χειρότερος για τη φθορά σαν να έπινε ώρες τώρα. Δεν μπορούσε να ξεχάσει την ταπείνωσή του από τα χέρια της Σιέρα. Όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί του γελούν μαζί του. Τον κοροϊδεύουν που δεν μπορεί να ξεχάσει. Ο πατέρας του είναι θυμωμένος μαζί του και η μητέρα του δεν είναι ευχαριστημένη. Οι εργαζόμενοι στην εταιρεία που υποτίθεται ότι θα κληρονομούσε τον κοιτούν σαν να είναι κλέφτης και γυναικείος. Μετά βίας τον σέβονται.
"Σιέρα, δεν έπρεπε να κάνεις αυτό που έκανες. Σε μισώ. Ήθελα να σε παντρευτώ. Αλλά με κατέστρεψες. Τώρα θα σε καταστρέψω και εγώ" έβρισε τη Σιέρα δυνατά στα όρια της ιδιωτικής καμπίνας.
Άδεια μπουκάλια οινόπνευμα είναι παραταγμένα στο τραπέζι. Και αυτά είναι όλα τα μπουκάλια που ολοκλήρωσε μόνος του. Σφυρίζει και σε αυτό το σημείο τα λόγια του δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα. Τρελαίνει ασυνάρτητα. Μόνο το όνομα της Σιέρα ακούγεται καθαρά. Και το παίρνει σε ένα μείγμα θυμού και λαγνείας. Τη θέλει ακόμα, αλλά δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ούτε το θυμό του για αυτό που έκανε.