Κεφάλαιο 269
Λούσιεν
Το χιόνι έπεφτε πυκνό τώρα, κόντευε να μετατραπεί σε χιονοθύελλα. Ο μόνος ήχος ήταν το ουρλιαχτό του ανέμου στα δέντρα, εκτός, φυσικά, από τον ήχο του Λούσιεν και του Ντμίτρι που γρύλιζαν και λαχάνιαζαν καθώς πάλευαν μέχρι τέλους.
Κυλούσαν στο χιόνι, εντελώς αδιάφοροι για το ακραίο, τσουχτερό κρύο, τον ορμητικό άνεμο που χτυπούσε τα μάγουλά τους και την καταιγίδα που τους πετούσε θρυμματισμένα κομμάτια πάγου. Ο Λούσιεν ένιωσε τα χέρια του να γλιστρούν, βρεγμένα από χιόνι και αίμα... το αίμα του και του άντρα από κάτω του, που πάλευε να κρατηθεί στη ζωή. Χτύπησε ξανά τον άντρα, απολαμβάνοντας τις κραυγές που έπνιγε καθώς το ζυγωματικό του έσπασε.